Friday, September 11, 2009

Οι Έλληνες που «πουλούσαν» το αμερικανικό όνειρο!

Η έκθεση που θα διαρκέσει έως τις 27 Σεπτεμβρίου 2009 παρουσιάζεται στο Μουσείο Μετανάστευσης της Αδελαΐδας
Πάνω από 70.000 φιλότεχνοι επισκέφθηκαν πέρσι το Εθνικό Μουσείο της Αυστραλίας στην Καμπέρα για να δουν μια φωτογραφική έκθεση, με θέμα πώς οι Έλληνες «πουλούσαν» το αμερικανικό όνειρο στους ...Αυστραλούς!.

Ο τίτλος της έκθεσης ήταν: "Πουλώντας το Αμερικάνικο Όνειρο: Τα Ελληνικά
Καφενεία της Αυστραλίας" και διοργανωτές ήταν ο Λέορναντ Ζανιζέφσκι, ιστορικός, που εργάζεται στο τμήμα Νεώτερης Ιστορίας του Πανεπιστημίου Μακουάρι (Macquarie) του Σίδνεϊ, και η καταξιωμένη φωτογράφος Έφη Αλεξάκη.
Η έκθεσή τους, που θα διαρκέσει έως τις 27 Σεπτεμβρίου 2009 παρουσιάζεται στο Μουσείο Μετανάστευσης της Αδελαϊδας, στη Νότια Αυστραλία, με στόχο όπως λέει η κα Αλεξάκη "να αποκαλύψει σε όλες τις διαστάσεις, μια Αυστραλία που όλοι γνωρίζουμε πολύ καλά, αλλά που η διαδικασία και η πορεία της ανάπτυξής της έχει πολύ λίγο κατανοηθεί. Γιατί πολλοί λίγοι γνωρίζουν ότι σε αυτή τη διαδικασία ανάπτυξης οι Έλληνες της Αυστραλίας και τα ελληνικά καφενεία έχουν παίξει έναν πολύ ζωτικό και γι' αυτό πολύ σημαντικό ρόλο".
Η ίδια φωτογράφος, μιλώντας για τη σύγχρονη Αυστραλία, συνεχίζει: "Κάθε φορά που κάποιος πίνει μια κόκα κόλα, ευχαριστιέται ένα παγωτό ή μια σοκολάτα, ή κάθε φορά που πάει σινεμά, ή ακούει το τελευταίο δημοφιλές-λαϊκό μουσικό κομμάτι, πρέπει να ευχαριστεί τους Έλληνες αποίκους της Αυστραλίας.
Γιατί από την αρχή του εικοστού αιώνα, τα ελληνικά καφενεία της Αυστραλίας ειτούργησαν όπως ο «Δούρειος Ίππος» για την αμερικανοποίηση των διατροφικών και κοινωνικό-πολιτισμικών συνηθειών του Αυστραλιανού έθνους. Οι Έλληνες ήταν οι πρώτοι που εισήγαγαν τον αμερικάνικο τρόπο της εμπορευματοποιημένης ιδέας του τροφοδοσίας (catering), της τεχνολογίας και των προϊόντων που αργότερα επηρέασαν δραματικά στην ανάπτυξη του σινεμά και της λαϊκής μουσικής. Έτσι, τα ελληνικά καφενεία βοήθησαν ώστε να μετασχηματιστεί ο αυστραλιανός, λαϊκός πολιτισμός".
Η έκθεση, "Πουλώντας το Αμερικάνικο Όνειρο: Τα Ελληνικά Καφενεία της Αυστραλίας", δεν εξετάζει μόνο τον τρόπο με τον οποίο αυτό επιτεύχθηκε αλλά συμπεριλαμβάνει και τις προσωπικές ιστορίες αυτών που έπαιξαν ρόλο σε αυτήν τη δημιουργία, π.χ. αυτούς που εργάζονταν, αυτών που δημιούργησαν, λειτούργησαν ή διέδωσαν τα καφενεία. Η ίδια έκθεση αποτελεί μέρος της μεγαλύτερης Έκθεσης «In Their Own Image: Greek-Australians National Project», η οποία έχει περιοδεύσει όλη την Αυστραλία και το εξωτερικό και εδρεύει στον Αυστραλιανό Μουσείο Νεώτερης Ιστορίας του Πανεπιστημίου Μακουάρι του Σίδνεϊ.
Οι εικόνες που αποτύπωσε με τον φακό της η Έφη Αλεξάκη για την έκθεση, αφηγούνται την ιστορία των ραντεβού, των συζητήσεων και των οικογενειών που γραφόταν παράλληλα με τις κοινωνικές αλλαγές.
Πολύ γρήγορα, σχεδόν από το 1910, τα ελληνικά καφέ της Αυστραλίας συνδέθηκαν με
ένα παγκόσμιο φαινόμενο που εξαπλωνόταν τάχιστα, τον πολιτισμό της Αμερικής. Τα «τζουκ μποξ» έπαιζαν τα αμερικάνικα «χιτ» του ροκ εν ρολ. Σταδιακά άρχισαν να προσφέρουν αναψυκτικά, παγωτό αμερικάνικου τύπου, μιλκ σέικ, μπριζόλες και αβγά, επίσης όπως στην Αμερική. Ο Ζανιζέφσκι συμπεραίνει ότι οι Ελληνοαυστραλοί αντέγραψαν το "σύστημα Αμερικής" και το "πούλησαν" στην Αυστραλία.
Ταυτόχρονα, οι διπλανοί κινηματογράφοι πρόβαλλαν ταινίες του Χόλυγουντ. Μάλιστα τα ελληνικά καφέ λειτούργησαν σαν αδιάσπαστος κρίκος με τα σινεμά. Οι κάτοικοι της Αυστραλίας πήγαιναν εκεί πριν, μετά και κατά το διάλειμμα της προβολής.
Ακόμα και τα ονόματα των καφέ θύμιζαν με κάποιο τρόπο τις ΗΠΑ: "Νιαγάρα", "Χόλυγουντ", "Νιου Γιορκ", "Αστόρια", "Γκόλντεν Γκέιτ", "Καλιφόρνια", "Μόντερεϊ"... Το καφέ "Νιαγάρα" που υπάρχει μέχρι σήμερα είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα ελληνικού καφέ, ιδρύθηκε περίπου το 1902 από τον Στρατή Νοταρά από τα Κύθηρα και διαφημιζόταν ως το "Καφέ-θαύμα της Αυστραλίας".
Το 1938 η εσωτερική και η εξωτερική του διακόσμηση μεταμορφώθηκε στα πρότυπα του δημοφιλούς τότε αρχιτεκτονικού ύφους της «Αρ Ντεκό» για να φιλοξενεί τους ινηματογραφικούς αστέρες και τους πολιτικούς που σύχναζαν εκεί. Από τα Κύθηρα
κατάγονταν και οι αδελφοί Βενέρη που διηύθυναν το "Μπλου Μπερντ Καφέ" για
σχεδόν 70 χρόνια, έως το 2000 που το πούλησαν.
Ο Τζακ Βενέρης θυμάται: "Όταν πρωτοανοίξαμε το μαγαζί είχε μαρμάρινα τραπέζια, τραπεζομάντιλα και ένα σετ αλατοπίπερο στο κέντρο... Τα διαχωριστικά (ανάμεσα
στα τραπέζια) ήρθαν το 1937. Ήταν μέρος του εκσυγχρονισμού. Το άλλο καφέ, το
"Μόντερεϊ", είχε ανακαινιστεί με αυτά τα στάνταρ. Ήταν πραγματικά αμερικανοποιημένο -ήταν πολύ μοντέρνο. Οπότε το "Μπλου Μπερντ" έπρεπε ή να συμβαδίσει με αυτό ή να κλείσει".
Η έκθεση καλύπτει περίοδο 140 περίπου χρόνων, από το 1870 μέχρι σήμερα, και περιλαμβάνει μοναδικές ασπρόμαυρες εικόνες από την Ελλάδα, την Αυστραλία, τη
Νέα Ζηλανδία, την Αίγυπτο αλλά και τις ΗΠΑ.
Όπως αναφέρουν οι ίδιοι, "τα ελληνικά καφέ είχαν μακρά επιτυχημένη πορεία. Η
χρυσή εποχή τους κράτησε από τα μέσα του 1930 μέχρι τα τέλη του 1960, και ήταν
συνώνυμη με την αγροτική ζωή στις ανατολικές πολιτείες της Νέας Νότιας Ουαλίας,
της Βικτώριας και της Κουηνσλάνδης.
Η ονομασία "ελληνικά" δεν είχε σχέση με τα φαγητά που σερβίριζαν, αλλά με το
γεγονός ότι οι ιδιοκτήτες και το προσωπικό συνήθως ήταν Έλληνες, καθώς επίσης
και από το γεγονός ότι είχαν αρκετά γνωρίσματα του "καφενείου", δεδομένου ότι
ήταν τόπος όχι μόνο φαγητού, αλλά και συνάντησης, ανταλλαγής ιδεών και
εμπορικών συναλλαγών μεταξύ γειτονικών χωριών".
Έμελλε όμως να καταστραφούν από τον ίδιο σύμμαχο που τα στήριξε τις περιόδους
της ακμής τους, δηλαδή την Αμερική. Σιγά-σιγά τα ελληνικά καφέ άρχισαν να
αντικαθίστανται από τις τεράστιες αλυσίδες ταχυφαγείων και τα ακριβά εδέσματά
τους να δίνουν τη θέση τους σε πρόχειρα και γρήγορα χάμπουργκερ και κλαμπ
σάντουιτς.
Τα καφέ, ιδιαίτερα στην ύπαιθρο της Αυστραλίας, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είναι
στενά δεμένα με τη ζωή των Ελλήνων και των Αυστραλών, πολύ πριν από τη μαζική
μετανάστευση. Ήταν, κατά ένα περίεργο τρόπο, ο κρίκος που τους ένωνε, αλλά και
την ίδια ώρα, που τους χώριζε.
Στο καφέ πήγαιναν να φάνε οι Αυστραλοί εκείνα που τους μαγείρευαν οι Έλληνες,
τους οποίους, στην ουσία, δεν χώνευαν, αλλά τα αισθήματα, αναμφίβολα, ήταν...
αμοιβαία. Οι "ντέϊγκος" από τη μια πλευρά και οι "κοκκινόκωλοι" από την άλλη.
Οι ερευνητές, για του λόγου το αληθές, παραθέτουν αποσπάσματα αφηγήσεων ατόμων
που έζησαν στο κλίμα αυτής της εποχής
"Τα ελληνικά καφέ ήταν το σημεία αναφοράς για όλους εμάς που ζούσαμε στην
ύπαιθρο. Ήταν μέρος της ταυτότητάς μας και ο κοινωνικός ιστός του τόπου. Γι'
αυτό, κάθε φορά που χάνουμε ένα ελληνικό καφέ, χάνουμε και ένα μέρος της
ιστορίας του τόπου μας", προσθέτει ο Τζόσεφ Τομς, o οποίος σύχναζε στα καφέ της
Ν. Ν. Ουαλίας τη δεκαετία του 1950.
Αν, όμως, τα ελληνικά καφέ ήταν για τους άλλους τόπος συνάντησης και
ψυχαγωγίας, για τους ιδιοκτήτες και τις οικογένειές τους, όπως τονίζουν οι
ερευνητές, ήταν σκληρή δουλειά και κλεισούρα: "Στην πραγματικότητα, το καφέ
ήταν το σπίτι μας. Πηγαίναμε σπίτι μόνο για να κοιμηθούμε. Η μητέρα μου δούλευε
όλη τη μέρα εκεί. Όσο μεγάλωνα, άρχισα να το μισώ! Ήταν ανοιχτό συνέχεια, επτά
μέρες και εφτά νύχτες", θα πει, χαρακτηριστικά, η Άννα Κομινάκη, η οποία
μεγάλωσε τις δεκαετίες '40 και '50 στο Barbara's Monterey Cafe.
Την ίδια εποχή ανατράφηκε σε καφέ του Γουάγκα - Γουάγκα (Wagga Wagga) και η
Ευαγγελία Δασκαρόλη, η οποία θυμάται ότι: "Ποτέ δεν πήγαμε ως οικογένεια
διακοπές. Σπάνια γιορτάζαμε τις μεγάλες γιορτές. Όλοι έπρεπε να δουλεύουμε".
Για τις Ελληνίδες γυναίκες, οι οποίες, απομονωμένες, δεν γνώριζαν τίποτε άλλο
εκτός από δουλειά, τα πράγματα ήταν ακόμη πιο δύσκολα: "Η μητέρα μου έφτανε
συχνά σε σημείο νευρικής κρίσης. Δεν ήταν όμως η μόνη. Πάρα πολλές γυναίκες
αυτή την εποχή υπέφεραν τρομερά", θα πει ο Άρτσι Καλοκαιρινός, ο οποίος
μεγάλωσε σε δωμάτια που ήταν πάνω από το Paragon Cafe (κι αυτό στη Ν. Ν.
Ουαλία).
Οι ερευνητές αναφέρονται και στην τύχη νέων αγοριών (ηλικίας από 10 μέχρι 17
ετών) που έρχονταν με πρόσκληση συγγενών συνήθως για να δουλέψουν σε καφέ, το
πρώτο μισό του 20ού αιώνα.
Αρκετοί, όπως ο Κρις Πάπας, ο οποίος εργάστηκε σε ελληνικά καφέ στο Νιουκάστλ
και στη Μελβούρνη, θα πει ότι υπήρχε μεγάλη εκμετάλλευση: "Ήταν καθαρή σκλαβιά.
Οι συγγενείς ήθελαν κάποιον που μπορούσαν να τον εμπιστευθούν, στην ουσία όμως
τον εκμεταλλεύονταν".
Ο Ξενοφών Στάθης που δούλεψε σε καφέ του Γουάγκα - Γουάγκα, φαίνεται να έχει
μόνο ευχάριστες αναμνήσεις από αυτήν την εποχή: "Ήμουν πραγματικά πολύ τυχερός.
Με είχαν σαν πραγματικό παιδί τους. Ήμουν μαζί τους από τη μέρα που με έφεραν,
μέχρι τη μέρα που έφυγαν από αυτόν τον κόσμο".
Ήταν θέμα πού θα έπεφτε κανείς, θέμα λαχείου, καταλήγουν οι ερευνητές.
Δεν ήταν, όμως, πάντα "μαύρα" τα πράγματα. Η παρουσία του ρατσισμού στην
Αυστραλία, ιδιαίτερα την εποχή της "Λευκής" Αυστραλίας, όταν οι Αυστραλοί δεν
έδιναν δουλειά στους μετανάστες ούτε στα εργοστάσια, τα ελληνικά καφέ ήταν μια
διέξοδος - ίσως η μόνη - για όσους νεοφερμένους Έλληνες έψαχναν για δουλειά.
Όσο για τους ιδιοκτήτες των καφέ, οι Αυστραλοί δεν είχαν άλλη επιλογή, από το
να πάνε εκεί για φαγητό. Αυτό δεν σήμαινε ότι τους συμπαθούσαν. Όπως θα πει ο
Πίτερ Βενέρης, η οικογένεια του οποίου διηύθυνε το "Blue Bird Cafe", "με
φώναζαν ντέϊγκο στο σχολείο. Δεν ήξερα τι σήμαινε, καταλάβαινα όμως ότι ήταν
βρισιά. Έτσι έπεφτε ξύλο ξανά και ξανά. Ήμουν περήφανος που ήμουν Έλληνας, όχι
όμως και να με φωνάζουν ντέϊγκο. Όταν μάλιστα αγοράσαμε το καφέ από απλός
ντέϊγκο, έγινα γκρίζι ντέϊγκο".
Για τον Άρτσι Καλοκαιρινό, οι εκδηλώσεις ρατσισμού ήταν πιο "διακριτικές":
"Κοιτάζοντας πίσω, ο πατέρας μου ποτέ δεν προσκλήθηκε στο σπίτι κάποιου
Αυστραλού, παρ' ότι ήταν μέλος του Lodge και της λέσχης μπόουλινγκ. Μέχρι
σήμερα διερωτώμαι γιατί ποτέ δεν καλέστηκε να μπει μέσα σε αυστραλέζικο σπίτι".
Η Έφη Αλεξάκη λέει ότι "σήμερα είναι ζήτημα αν υπάρχει μια φούχτα παλιών
αυθεντικών ελληνικών καφέ. Αντικαταστάθηκαν από τα φαστφουντάδικα, τα
σουπερμάρκετ, τα χαρμπουγκεράδικα".
Τα ελληνικά εστιατόρια σήμερα έχουν ελληνική κουζίνα την οποία όχι μόνο έχουν
δεχτεί οι Αυστραλοί, αλλά και την έχουν αγαπήσει. Πού οφείλεται η αλλαγή;
"Κατά ένα μεγάλο μέρος στο ότι οι Αυστραλοί ταξιδεύουν σήμερα, οι ορίζοντες της
Αυστραλίας έχουν ανοίξει, αλλά και οι Έλληνες έχουν αποκτήσει μεγαλύτερη
αυτοπεποίθηση και με σιγουριά και περηφάνια προωθούν την ελληνική κουζίνα. Οι
γεύσεις και τα αρώματα των ελληνικών εστιατορίων της Αυστραλίας είναι σήμερα
πιο γνωστά στους Αυστραλούς από τα καφέ του παλιού καιρού. Μολαταύτα, τα
ελληνικά καφέ και οι ιδιοκτήτες τους θα πρέπει να αναγνωριστούν ως θεμελιώδη
στοιχεία της ανάπτυξης των γαστρονομικών συνηθειών των Αυστραλών. Μπορεί η
εικόνα τους να έχει ξεθωριάσει στο γαστρονομικό πλατό της χώρας, η ιστορία τους
και η επιρροή τους όμως παραμένει. Δεν έχει κανείς παρά να κοιτάξει γύρω του
για να το δει".
Πηγή http://www.imerisia.gr

No comments:

Post a Comment